- ἐπικηδείου
- ἐπικήδειοςofmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… … Dictionary of Greek
καρικός — καρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία 2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν καρική συνοικία στη Μέμφιδα 4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» είδος αλοιφής (Ιπποκρ.) β) «καρικὴ… … Dictionary of Greek
Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… … Dictionary of Greek